Περιοδικό “Δίφωνο”, Ιούνιος 1997

Από μικρό παιδί καταλάβαινα τη μουσική σαν εικόνα. Τα ηχοχρώματα αντιστοιχούσαν με οπτικά χρώματα, οι ρυθμοί με επαναλαμβανόμενα σχήματα, οι εντάσεις με τη φωτεινότητα. Ήμουν στα όταν συνειδητοποίησα την δύναμη που έχει η μουσική να αποτυπώνει εικόνες και καταστάσεις, ακόμα και να γεννά εικόνες από το μηδέν. Από τότε έγινε αχώριστος φίλος μου. Έγραφα δικά μου κομμάτια με τον τρόπο που κάθε παιδί παίζει με τα παιχνίδια του και διαπίστωσα ότι αυτός ήταν ένας χώρος όπου μπορούσα να εκφράζω όλα εκείνα τα πράγματα που δεν διατυπώνονται με λόγο. Ήταν ένα είδος επικοινωνίας με τον έξω αλλά και με τον έσω κόσμο.
Το καλοκαίρι του 1984 στον Βόλο με μια μικρή παρέα που δεν είχε σταθερή σύνθεση αποφασίσαμε να ερευνήσουμε αυτή τη δύναμη της μουσικής να γεννά εικόνες. Συνθέταμε με βάση τους κανόνες των εικαστικών τεχνών. Η παρέα ονόμασε αυτή τη δραστηριότητά της Οπτική Μουσική, «επωνυμία» που μελλοντικά λειτούργησε ως όνομα συγκροτήματος, τίτλος σειράς κομματιών αλλά και ορισμός μουσικού είδους. Επικεντρώσαμε το ενδιαφέρον μας στα ηχοχρώματα, χρησιμοποιώντας μαγνητόφωνα, συνδυάζοντας ακουστικά και ηλεκτρονικά όργανα με ήχους του περιβάλλοντος. Η ανθρώπινη φωνή έχει έναν μικρό αλλά καθοριστικό ρόλο. Οι δραστηριότητες αυτών των χρόνων αποτέλεσαν και το υλικό του πρώτου δίσκου ενώ τα κυριότερα μέλη της παρέας ήταν ο Γιάννης Αργυρόπουλος, ο Χρήστος Καλτής, ο Κώστας Παντόπουλος και ο Αλέξης Καραβέργος. Μετά το 1988 η χρήση ηλεκτρονικών υπολογιστών έφερε νέες δυνατότητες τόσο στην καταγραφή και τον μετασχηματισμό φυσικών ήχων σε μουσικό υλικό, όσο και στη διαχείριση και την οργάνωση αυτού του υλικού. Ένα πρώτο τέτοιο εγχείρημα ήταν ο μέχρι στιγμής ανέκδοτος «Μύθος του Πενθέα» που φτιάξαμε μαζί με τον Κώστα Παντόπουλο.
Η θητεία μου στο στούντιο ηχογραφήσεων Graffiti της Λάρισας και στο συγκρότημα του Ross Daly, είχε ως αποτέλεσμα τη διεύρυνση της ομάδας και των αισθητικών προσανατολισμών. Ο δεύτερος δίσκος που κυκλοφόρησε το 1994 συνδύαζε παραδοσιακές μουσικές της Ελλάδας και της Ανατολής, μινιμαλισμό και τελετουργίες από όλον τον κόσμο. Λύρες, φλογέρες, κρουστά, κανονάκι, ψαλμοί μοναχών, ήχοι βατράχων και εντόμων δημιουργούν εικόνες που κινούνται αργά, σα νά ’χει σταματήσει ο χρόνος στην καρδιά ενός οράματος ή ενός ονείρου. Σε πιο πρόσφατες αναζητήσεις, όπως στο μουσικοθεατρικό κομμάτι «Ιώ» που παρουσιάστηκε ζωντανά στο Βόλο, σε παραγωγή του Κέντρου Μουσικού Θεάτρου, η προσέγγιση των μουσικών παραδόσεων έχει αλλάξει αισθητά. Τα όργανα χρησιμοποιούνται με άλλα κουρδίσματα, δημιουργώντας έναν ηχητικό κόσμο πρωτόγονο αλλά και ανήσυχο, γεμάτο εκπλήξεις. Τα ηλεκτρονικά όργανα έχουν περιοριστεί στο ελάχιστο, τα μαγνητόφωνα φέρνουν κοντά εικόνες από διαφορετικούς κόσμους δημιουργώντας τη ηχητική αφήγηση ενός μύθου αποσπασματικά και αυτό αφήνει περιθώρια διαφορετικών ερμηνειών.
Τελικά, αν πρέπει να δώσουμε έναν «ορισμό» για την Οπτική Μουσική, θα τη λέγαμε μουσική που γίνεται αντιληπτή σαν ένα σύνολο από όγκους, γραμμές και πράγματα με διαφορετική υφή. Μουσική που θα μπορούσε να δημιουργεί στον ακροατή της εικόνες μέσα από ήχους όπως το κελάηδισμα των πουλιών, τα κύματα, ένα μακρινό εργοστάσιο, ένα ανοιχτό ραδιόφωνο ή ήχους που σε κάνουν να ξεχνιέσαι: επαναληπτικοί, μονότονοι ρυθμοί, απλές τονικές σχέσεις, ισχυρά τονικά κέντρα. Ο Κωστής Δρυγιανάκης γεννήθηκε στον Βόλο, είναι πτυχιούχος φυσικής και σπούδασε μουσική σε διάφορα ωδεία. Τα τελευταί τρία χρόνια διδάσκει στο Δημοτικό Ωδείο Βόλου. Η Οπτική Μουσική έχει κυκλοφορήσει δυο δίσκους (τόμος 1 και Τόμος 2) ενώ ο τρίτος με τίτλο «Το αλφαβητάρι του αββά Ολύμπιου» βρίσκεται στο στάδιο τελικής επεξεργασίας.