Hymns of Passion and the Resurrection from churches of Eastern Thessaly
recorded in situ by Costis Drygianakis between 1991 and 2002.
Edited by Costis Drygianakis & Konstantinos Ch. Karagounis
Book (in Greek) with 2 CD’s, Volos Academy Publications, April 2014
Republished in April 2016, slightly updated

Xaris Symvoulidis for Ήχος magazine, June 2014

Με αυτόν τον διπλό δίσκο/βιβλίο, ο Κωστής Δρυγιανάκης πέτυχε κάτι που συναντάμε σπάνια, πολύ σπάνια, ακόμα και διεθνώς. Έδεσε δηλαδή σε ενιαίο σώμα ένα πολύτιμο και μοναδικό στο είδος του ντοκουμέντο για τη σύγχρονη ψαλτική τέχνη με ηχογραφήσεις εκπληκτικής ομορφιάς, προερχόμενες από 50 διαφορετικούς ναούς στην ανατολική Θεσσαλία. Πρόκειται για μια χορταστική έκδοση, με την οποία μπορείς να εμπλακείς ποικιλοτρόπως και να απορροφηθείς σε κάθε περίπτωση. Μπορείς δηλαδή να βάλεις τα δύο CD να παίξουν, απολαμβάνοντας γνωστούς ύμνους από την πασχαλινή περίοδο σε συχνά καθηλωτικές ερμηνείες, οι οποίες πιστοποιούν το υψηλό επίπεδο της λαϊκής ψαλτικής στην καταγραφόμενη περιοχή. Μπορείς επίσης να εντρυφήσεις σε ένα πλουσιότατο βιβλίο, ικανό να πραγματευτεί σύνθετα και εξειδικεύμενα θέματα με τον άμεσο και εύληπτο τρόπο που διακρίνει μόνο όσους έχουν ενσκύψει βαθιά σε ένα αντικείμενο. Κι ακόμα καλύτερα, μπορείς να βάλεις τα CD να παίζουν ενώ μελετάς τις σελίδες, μπαίνοντας έτσι με το δεξί στην ουσία –και όχι στον τύπο– της βυζαντινής παράδοσης. Έχουμε εδώ μια μνημειώδη προσφορά στον ελληνικό πολιτισμό, παντρεμένη με μερικές από τις καλύτερες ψαλμωδίες που έχουν καταγραφεί στην εγχώρια δισκογραφία. Διακινδυνεύω λοιπόν την πρόβλεψη ότι η έκδοση θα γενεί σημείο αναφοράς στο μέλλον, εάν βεβαίως υπάρξει το όποιο πολιτιστικό μέλλον σε τούτο τον τόπο.
Xaris Symvoulidis for the portal Avopolis, Jul 10, 2014

Όταν πια τα πάντα έχουν κλωθογυρίσει στο πλυντήριο του νου σου και οι σημειώσεις ακρόασης δεν επιδέχονται άλλων τροποποιήσεων, το συμπέρασμα στέκει μπροστά σου λαμπερό, ακλόνητο· και κάθε απόπειρα να το ψειρίσεις περισσότερο, απλά το δικαιώνει. Δικαιώνει –εν προκειμένω– την αληθινή προσφορά αυτής της έκδοσης (2CD + βιβλίο 160 σελίδων) στον εγχώριο πολιτισμό. Κι εννοώ εδώ τον ζώντα πολιτισμό της παράδοσής μας, όχι τα όσα βαρύγδουπα και θολά προβάλλει ο επίσημος λόγος μιας πολιτείας που αισθανόταν (κι αισθάνεται) άβολα με ό,τι συγκροτεί τη νεοελληνική ταυτότητα.
Περιέχει πολλές συγκινήσεις το προσωπικό τούτο ημερολόγιο του Κωστή Δρυγιανάκη, το οποίο καταγράφει τις μεταξύ 1991 και 2002 περιπλανήσεις του στο κομμάτι της Θεσσαλίας που ορίζεται από τον Τύρναβο Λαρίσης ως το νότιο άκρο της Μαγνησίας και από τον Λαύκο του Πηλίου ως (σχεδόν) τα Φάρσαλα. Κι έχει μεγάλη σημασία να τονιστεί η διάσταση αυτή, του ημερολογίου.
Γιατί δεν έχουμε εδώ κάποια εξαντλητική μελέτη της ψαλτικής τέχνης, μα μια ανθολογία που γεννήθηκε όταν ο Δρυγιανάκης έσκυψε –με τα μυαλά πια του 2013– πάνω σε ένα αρχείο λαθραίων (κυρίως) ηχογραφήσεων, το οποίο ξεκίνησε να συγκροτεί όταν ακόμα είχε ελάχιστη σχέση με το αντικείμενο. Ο ίδιος μας εξηγεί πολύ ωραία τις σκέψεις του, τη μεθοδολογία του και τους προβληματισμούς του, σε ένα υποδειγματικό εισαγωγικό κείμενο. Οπότε έχει περισσότερη σημασία για μας το ότι κινείται προς μια ανθρωπολογία της ψαλτικής, ακολουθώντας τη «γραμμή» που χαράχτηκε ήδη το 1935 από τη Μέλπω Μερλιέ, μα εξακολουθεί να σπανίζει στη δισκογραφία: μελετά δηλαδή την προφορική παράδοση της ψαλτικής τέχνης, τη λεγόμενη λατρευτική (σε αντιδιαστολή με τη συναυλιακή) ψαλτική.
Μεγάλη επίσης σημασία για τα όσα ακούμε, έχει ότι καταγράφηκαν από έναν άνθρωπο σαν τον Κωστή Δρυγιανάκη. Για πολλούς λόγους. Πρώτα-πρώτα, η παράλληλη εντρύφησή του στον μουσικό πειραματισμό του 20ου αιώνα του επέτρεψε να εντάξει στις ηχογραφήσεις τον γενικότερο ηχητικό κόσμο των λατρευτικών δρώμενων: π.χ. τους πιστούς, τους θορύβους του περιβάλλοντος, την αισθητική που επιβάλλει η ίδια η αντήχηση των ναών ή και η ηχητική τους ακόμα εγκατάσταση. Συμπληρωματικά, η εξοικείωσή του με το έργο του Γιάννη Χρήστου και του Wolf Vostell τον βοήθησε, όπως ο ίδιος αναφέρει, να εκτιμήσει και τις στιγμές εκείνες όπου η ψαλτική τέχνη έδωσε τη θέση της «σε μια άφωνη τελετουργική επιτέλεση, όπως η Αποκαθήλωση».
Δεύτερον, γιατί τα σχόλιά του δεν δίστασαν να ξεφύγουν των απαραίτητων τυπικών πληροφοριών, μεταδίδοντας κάτι από το γενικότερο κλίμα της ηχογράφησης. Για παράδειγμα, εκείνο το «συννεφιασμένο απόγευμα στις αρχές του Απρίλη με ελάχιστο κόσμο στην εκκλησία και ημίφως» προσφέρει στην ήδη εκπληκτική εκτέλεση του Στέφανου Μάργαρη στο “Κύριε, Τα Τελεώτατα Φρονείν” (Άγιος Αθανάσιος, Σταγιάτες Πηλίου, 1996) μία επιπλέον διάσταση· κι αυτό το «η Βρύναινα, ορεινό χωριό στις πλαγιές της Γούρας, παράγει εξαιρετικό μέλι και τσάι του βουνού» εικονοποιεί άμεσα τον κόσμο στον οποίον ανασαίνει το “Προφητεία Ιεζεκιήλ-Απόστολος”. Τρίτον, γιατί μερικές εκλογές φαίνεται να έγιναν στη βάση ενός ορθότατου ενστίκτου: «με κέρδισε αμέσως ο ιερέας [στη Νεράιδα Φαρσάλων], η καθαρή ματιά του, η απλότητα και η πραότητα», γράφει ο Δρυγιανάκης στις σημειώσεις για το “Σήμερον Κρεμάται Επί Ξύλου…” (Άγιος Δημήτριος, Νεράιδα Φαρσάλων, 1999), «αποφάσισα ότι έπρεπε να συμπεριληφθεί στις Μεγαλοβδομαδιάτικες ηχογραφήσεις μου». Κι έτσι κερδίσαμε κι εμείς μία από τις πιο συγκλονιστικές εκτελέσεις που φιλοξενούνται εδώ.
Ασφαλώς, στη βάση μιας τέτοιας καταγραφής δεν βρίσκεται το «ωραίο» –ή, εν πάσει περιπτώσει, δεν βρίσκεται μόνο αυτό. Αρκετά από όσα ακούμε περιέχουν λάθη και ατέλειες, ενώ κάποια είναι πολύ ενδιαφέροντα για τα όσα μάς μαρτυρούν, αλλά όχι «ευχάριστα» στο αυτί, το δικό μου τουλάχιστον. Με όρους ας πούμε πνευματικότητας και προσευχής, αληθεύει πως η εκτέλεση στο “Τέλος Του Απόδειπνου” (Άγιος Γεράσιμος, Μακρυνίτσα, 1996) είναι ασυναγώνιστη· εντούτοις, βρισκόμαστε στα όρια της ακουστότητας. Αναλόγως, στα “Πασαπνοάρια-«Σήμερον Συνέχει Τάφος…»” αποτυπώνεται εξαιρετικά ο ψαλτικός υπερπληθυσμός από ευκαιριακούς, ενθουσιώδεις συμμετέχοντες· αλλά ταυτόχρονα, όπως πολύ εύστοχα παρατηρεί ο Κωνσταντίνος Χ. Καραγκούνης, «κατανοούμε γιατί η Εκκλησία ανέδειξε τους ψάλτες, προκειμένου ν’ αποφύγει την ακαταστασία που μπορεί να δημιουργηθεί από ένα ένθερμο, ενθουσιασμένο εκκλησίασμα, το οποίο επιθυμεί να ψάλλει χωρίς επίγνωση των δυσκολιών». Παρεμπιμπτόντως, ο σχολιασμός του Καραγκούνη αναδεικνύεται σε πολλά σημεία καίριος και οξυδερκής, συμπληρώντας ιδανικά τα κείμενα του Δρυγιανάκη.
Παρά ταύτα, η μεγάλη επιτυχία βρίσκεται θεωρώ στην ικανότητα πρόσδεσης του λαογραφικώς/ανθρωπολογικώς σημαντικού στο αισθητικώς ωραίο. Πρόκειται για χαρακτηριστικό που απουσιάζει ηχηρά από δίσκους με αρχειακές καταγραφές, οι οποίοι συχνά κρίνονται με βάση την αξία του υλικού για έναν μικρό κύκλο μελετητών, παρά με βάση τη συγκινησιακή δυναμική αυτού –που συνήθως αποδεικνύεται μικρή, έως αμελητέα. Τα παραδείγματα, πάρα πολλά.
Είναι ας πούμε διαρκής η εντύπωση που αφήνει η εκτέλεση του Ιδομενέα Κασσαβέτη στο “Τον Νυμφώνα Σου Βλέπω” (Δώδεκα Απόστολοι, Αγριά, 1997), σε άψογο θεσσαλονικιώτικο στυλ. Ο Θεόδωρος Μυλωνάς ψάλλει το “Πάσα Η Κτίσις Ηλλοιούτο Φόβω” (Τίμιος Πρόδρομος, Ανακασιά, 1991) κατά λαμπρό πατριαρχικό τρόπο, ενώ εκπληκτική αναδεικνύεται η συνύπαρξη δυτικοευρωπαϊκών και βυζαντινών στοιχείων στην εκτέλεση του “Εν Ταις Λαμπρότησι Των Αγίων Σου” (Άγιος Γεώργιος, Τύρναβος, 1994). Στο “Ω Της Ιούδα Αθλιότητος!” (Άγιος Γεώργιος, Κάπουρνα, 1999) ο Αντώνης Αναστασίου χάνει ίσως σε κατάρτιση, καταπλήσσει όμως με τις γέφυρες τις οποίες ρίχνει προς το δημοτικό τραγούδι. Ο Απόστολος Νίτης, πάλι, αποδεικνύεται αφοπλιστικός στο “Ω! Πώς Η Παράνομος Συναγωγή” (Άγιος Δημήτριος, Άγιος Λαυρέντιος Πηλίου, 1996), το ντουέτο Μιχάλη Γονδουλάκη & Κατερίνας Αγγελοπούλου στο “Σε Τον Αναβαλλόμενον Το Φως Ώσπερ Ιμάτιον” (Άγιος Νικόλαος, Σέχι, 2002) στέκει ως μια πραγματικά ιδιαίτερη νότα, το “Φωτίζου, Φωτίζου” («Κάτω» Παναγία, Ξενιά, 1996) είναι η καλύτερη από τις γυναικείες ψαλμωδίες που φιλοξενούνται εδώ –ανεπιτήδευτη, ιεροπρεπής, με χορό μοναστικού τύπου– ενώ ο “Κατηχητικός Λόγος” (Άγιος Γεώργιος, Ελευθεροχώρι, 1999) συνιστά ένα βαθιά βιωματικό δείγμα εκκλησιαστικού λόγου: θαυμάσιος αναγνώστης ο πατήρ Γιώργης Μπουκουβάλας, μα και «πομπός» των εμπεριεχόμενων θεολογικών εννοιών.
Εάν λοιπόν απομείνει κάτι όρθιο μέσα στην τρέχουσα λαίλαπα και υπάρξει τελικά ένα κάποιο μέλλον σε αυτόν τον τόπο, εκτιμώ ότι η παρούσα δουλειά του Κωστή Δρυγιανάκη θα καταστεί σημείο αναφοράς για το πώς θα έπρεπε να αντιλαμβανόμαστε/καταγράφουμε/επεξεργαζόμαστε την εκκλησιαστική μας μουσική στον 21ο αιώνα. Κι αν θέλετε, οτιδήποτε άλλο λογίζουμε ως παράδοση σε ένα σημείο της ιστορίας μας όπου οι νέοι άνθρωποι γυρίζουν μαζικά την πλάτη τους σε τέτοια πράγματα, έχοντας λόγους (κάποιους καλούς, άλλους κακούς) να αισθάνονται εγγύτερα σε όσες τάσεις εισβάλλουν από την Εσπερία.
Fontas Troussas for Diskoryxeion, Jul 10, 2014
«Eπιτόπιοι» εκκλησιαστικοί ύμνοι
Πριν λίγο καιρό έλαβα μία εξαιρετική έκδοση από τον Κωστή Δρυγιανάκη (από την Νέα Αγχίαλο της Μαγνησίας). Ο Κωστής Δρυγιανάκης (όσοι δεν γνωρίζουν την περίπτωσή του μπορούν να ρίξουν μια ματιά κι εδώ) εκτός από διακεκριμένος πειραματιστής είναι κι ένας αεικίνητος ερευνητής της μουσικής και των ήχων… απ’ όπου κι αν προέρχονται. Εδώ, στο πόνημά του Ύμνοι του Πάθους και της Ανάστασης από ναούς της ανατολικής Θεσσαλίας/ Επιτόπιες ηχογραφήσεις του Κωστή Δρυγιανάκη, 1991-2002 [Ακαδημία Θεολογικών Σπουδών Βόλου/ Τομέας Ψαλτικής Τέχνης και Μουσικολογίας/ Εκδοτική Δημητριάδος, Βόλος 2014] που αφορά σε βιβλίο 160 σελίδων συμπληρωμένο με δύο CD, o Δρυγιανάκης μάς παρουσιάζεται ως ένας καταγραφέας-μελετητής και ανθρωπολόγος της Μουσικής (όσοι θυμούνται τα εθνομουσικολογικά κείμενά του στο Δίφωνο δεν θα παραξενευτούν), προβαίνοντας σε μιαν έκδοση απ’ αυτές που σπανίζουν στον τόπο μας (για να μην πω και… οπουδήποτε αλλού). Σημειώνει ο ίδιος (οι εμφάσεις δικές μου): «Όπως το δηλώνει και ο τίτλος, η συλλογή αυτή περιλαμβάνει ύμνους της Μεγάλης Εβδομάδας και της Ανάστασης, ηχογραφημένους σε περιοχές των νομών Μαγνησίας και Λαρίσης, κυρίως σε περιφερειακές εκκλησίες και μονές. Πρόκειται για επιτόπιες ηχογραφήσεις, πραγματοποιημένες τις περισσότερες φορές λάθρα, οι οποίες, ως εκ τούτου, αποτυπώνουν το ψαλτικό γίγνεσθαι χωρίς επεμβάσεις και εξωραϊσμούς».
Σ’ αυτές τις λίγες λέξεις –και σε κάποιες ακόμη λιγότερες, τις σημειωμένες με «πατημένα» γράμματα– περικλείεται η ουσία της έρευνας και της εργασίας του βολιώτη καταγραφέα. «Περιφερειακές» λοιπόν, όπερ σημαίνει πως δεν διακρίνεται κατ’ ανάγκην το πνεύμα των ψαλτών και των ψαλμωδιών των κεντρικών ναών, εκεί όπου λειτουργεί πολλάκις (μαζί με την μεγαλοπρέπεια) ο ανταγωνισμός των ψαλτών και η «βιτρίνα», «λάθρα» περαιτέρω, που σημαίνει πως από την στιγμή όπου ο ψάλτης δεν γνωρίζει ότι ηχογραφείται είναι… πιο κοντά στην προσωπική του αλήθεια, δίχως την ανάγκη να προβαίνει σε εντυπωσιασμούς προς χάριν τής όποιας… αποτύπωσης και τέλος «χωρίς επεμβάσεις και εξωραϊσμούς», δηλαδή χωρίς εκείνη την εκ των υστέρων στουντιακή καλλιέπεια, που στερεί στοιχεία του πρωτογενούς και του αυθόρμητου. Με αυτά κατά νου έκανα μία ακρόαση των δύο CD, ξεφυλλίζοντας ταυτοχρόνως το πολυσέλιδο βιβλίο, με τις κατατοπιστικές εισαγωγές και επεξηγήσεις, και βεβαίως με την πλήρη και αναλυτικότατη παρουσίαση των 50 ηχογραφήσεων (28 στο πρώτο CD, 22 στο δεύτερο). Επί του προκειμένου στέκομαι στη σημαντικότητα των «διπλών» κειμένων, μέσω των οποίων επιχειρείται να προσεγγισθεί η κάθε μία από τις 50 ηχογραφήσεις. Το πρώτο κείμενο (γραμμένο στο μονοτονικό) ανήκει στον Κωστή Δρυγιανάκη, αφορά στην περιπέτεια ηχογράφησης του εκάστοτε ύμνου, συμπληρωμένο με όλα εκείνα τα πληροφοριακά στοιχεία που κρίνονται ως απαραίτητα για μιαν επιστημονική καταχώριση της εγγραφής, ενώ το δεύτερο κείμενο (γραμμένο στο πολυτονικό) ανήκει στον Κωνσταντίνο Χαριλ. Καραγκούνη (Διευθυντής του Τομέα Ψαλτικής Τέχνης και Μουσικολογίας) κι έχει να κάνει με την ιστορική τοποθέτηση του εκάστοτε ύμνου, διανθισμένη με τις προσήκουσες μουσικολογικές παρατηρήσεις. Το συνολικό αποτέλεσμα (βιβλίο, 2CD), παρ’ όλη την εξειδίκευσή του (αναφορικώς με το είδος των Ύμνων και την γεωγραφική προέλευσή τους) συναρπάζει με το πάθος, το μεράκι, την επιστημοσύνη και την γλαφυρότητα-εκλαΐκευσή του – τα στοιχεία, δηλαδή, από τα οποία έχει, πρακτικώς, συντεθεί.
Kostas Liapis for the newspaper Taxydromos of Volos, Apr. 21, 2019

Μεγάλη Εβδομάδα από αύριο των Παθών του Κυρίου, που σφραγίζεται με το Αγιο Πάσχα της Αναστάσεώς Του. Και οι πιστοί και ορθόδοξοι χριστιανοί θα έχουν γι’ άλλη μια χρονιά την ευκαιρία και τη θεία χάρη να ενωτιστούν στις εκκλησιές μας με ιερή συγκινησιακή φόρτιση την πνευματικότερη, αλλά και συγκλονιστικότερη υμνολογία από κάθε άλλη περίοδο του εορτολογικού κύκλου της Εκκλησίας μας. Μια υμνολογία, επιλογή της οποίας και με πρώτους τους εσπερινούς ύμνους της Μεγάλης Εβδομάδας και εκτελεστές τους αριστείς των Ελλήνων ιεροψαλτών, έχει βέβαια αποδοθεί μεγαλοβδομαδιάτικα σε ειδικές συναυλίες, αλλά και ηχογραφημένη και δισκογραφημένη, με την ενδεδειγμένη τεχνική ενδελέχεια μιας ανάλογης πνευματικής και καλλιτεχνικής αξίας στον χώρο της εκκλησιαστικής μουσικής και ειδικά της ψαλτικής τέχνης, έχει κυκλοφορήσει κατά κόρον στον κόσμο των πιστών και φιλότεχνων της χώρας μας τα τελευταία κυρίως χρόνια με τη μορφή της δισκογραφίας.
Μια άνθιση παράλληλη με την έρευνα και μελέτη του αντίστοιχου αντικειμένου που συμπορεύεται με το γεγονός της αναγωγής της ψαλτικής τέχνης σε επιστήμη, γνωστής και ως μουσικής βυζαντινολογίας ή βυζαντινής μουσικολογίας.
Στη συλλογή του ο γράφων έχει και απολαμβάνει επίκαιρα κάμποσα τέτοια δισκογραφημένα δείγματα. Θα σταθεί όμως σήμερα σε μια σχετική προσπάθεια που όντως εντυπωσιάζει με την αυθεντικότητα, την απλότητα, αλλά και την πρωτοτυπία του όλου εγχειρήματός της. Προσπάθεια που πραγματοποιήθηκε από τον γνωστό Βολιώτη ρέκτη των εν γένει λαϊκών παραδόσεων, εμβριθή μουσικολόγο, με ιδιαίτερη μουσική κατάρτιση στον χώρο της εκκλησιαστικής υμνολογίας και της αντίστοιχες ψαλτικής τέχνης (χωρίς ωστόσο ο ίδιος να είναι ψάλτης) Κωστή Δρυγιανάκη. Ενα εγχείρημα που καταγράφεται και σχολιάζεται από τον ίδιον που το επιχείρησε και προλογίζεται, αλλά και σχολιάζεται επίσης από τον πασίγνωστο πρύτανη στον χώρο της δημοτικής μουσικής και κυριότερα της βυζαντινής μουσικολογίας, θεολόγο, ιεροψάλτη και πανεπιστημιακό καθηγητή της Ανωτάτης Εκκλησιαστικής Ακαδημίας Αθηνών Κων/νο Χαρ. Καραγκούνη, στο βιβλίο – λεύκωμα «Υμνοι του Πάθους και της Ανάστασης από ναούς της Ανατολικής Θεσσαλίας» (σελ. 160), που επισυνάπτονται και δύο δίσκοι με τους ηχογραφημένους ψαλμούς.
Η έρευνα αυτή εκδόθηκε για πρώτη φορά τον Απρίλη του 2014 και επανεκδόθηκε τον ίδιο μήνα του 2016 διορθωμένη. Η ίδια πραγματοποιήθηκε από την «Εκδοτική Δημητριάδος» και ήταν η πρώτη του νεοσύστατου τομέα ψαλτικής τέχνης και μουσικολογίας της Ακαδημίας Θεολογικών Σπουδών της Μητρόπολης Δημητριάδος, στην οποία προΐσταται ως διευθυντής ο Κων/νος Καραγκούνης.
Ουσιαστικά πρόκειται για μια συστηματική ερευνητική μελέτη, που περιλαμβάνει 50 ορθρινούς κυρίως, όπως ήδη αναφέρθηκε, ψαλμούς της Μεγαλοβδομάδας από το πλούσιο ειδολογικό ανθολόγιο της βυζαντινής υμνολογίας της συγκεκριμένης χρονικής περιόδου (ιδιόμελα, εξαποστηλάρια, καθίσματα, πασαπνοάρια, μακαρισμούς, κανόνες, δοξαστικά των αίνων, εγκώμια, ευλογητάρια αναστάσιμα κ.λπ.). Ηχογραφημένα όλα αυτά από τον Κωστή Δρυγιανάκη από το 1991 ώς το 2002 επιτόπια σε περιφερειακές εκκλησιές κυρίως, αλλά και σε κάποια μοναστήρια των νομών Μαγνησίας και Λάρισας, σε ώρες ιερών ακολουθιών και στις περισσότερες των περιπτώσεων λάθρα, όπως ομολογεί ο ερευνητής. Κάτι που καταδείχνει, όπως ο ίδιος σημειώνει, ότι «πρόκειται για ηχογραφήσεις που αποτυπώνουν το ψαλτικό γίγνεσθαι χωρίς επεμβάσεις και εξωραϊσμούς». Γεγονός που επισημαίνεται ιδιαίτερα θετικά και από τον Σεβασμιότατο Μητροπολίτη μας κ. Ιγνάτιο στον προλογικό χαιρετισμό του τούτης της έκδοσης: «Η αξία της (έκδοσης) δεν έγκειται μόνο στην ωραιότητα των επιλεχθέντων ύμνων, αλλά και στην επιλογή τους μέσα από το κλίμα μιας ζωντανής λατρείας και όχι μιας ψυχρής συναυλίας Ετσι επιτυγχάνεται η μεταφορά του ακροατή στο πνεύμα της ορθοδόξου κοινής προσευχής, που του προσφέρεται το βίωμα και μια κατάθεση ψυχής και όχι τέχνης ξερής, από τους ταπεινούς ψάλτες, που κοσμούν σαν άλλοι Αλέξανδροι Παπαδιαμάντηδες τα αναλόγια των ναών στα χωριά και στα μοναστήρια μας».
Οι ίδιες όμως ηχογραφήσεις, πέρα από την αυθεντικότητα του καταγεγραμμένου υμνογραφικού υλικού «απογράφουν», κι απ’ αυτούς τους ηχογραφούμενους, «ένα ευρύτερο ιεροψαλτικό δυναμικό», όπως παρατηρεί ο ίδιος ο ηχογραφήσας, «πέρα από τα μεγάλα ονόματα των κεντρικών ναών, το οποίο ως τώρα απουσιάζει από την δισκογραφία». Γεγονός με το οποίο αναδεικνύονται και αφανείς ταλαντούχοι ψαλμωδοί, που για διάφορους λόγους επέλεξαν οι ίδιοι να μην επιδιώξουν τα μεγάλα κι επίμαχα αναλόγια των μεγάλων πόλεων ή κωμοπόλεων και να υπηρετήσουν στις μικρές εκκλησιές των χωριών τους συνδυάζοντας αρκετοί στις ελεύθερες από την ψαλτική ώρες τους με κάποια άλλη επωφελή ενασχόληση και συνήθως στα πλαίσια της αγροτικής οικογενειακής τους περιουσίας. Η παρουσίαση πάντως από την παρούσα μελέτη και μέσα από «ένα απάνθισμα των καλών στιγμών των ηχογραφημένων καταγραφών», όλου αυτού του πλήθους των αφανών λειτουργών στον χώρο της ψαλτικής (στον οποίο προστέθηκε τα τελευταία χρόνια και το γυναικείο δυναμικό) και η συμμετοχή του στα εκκλησιαστικά λατρευτικά δρώμενα ενός χώρου που παρέμεινε για πολλά χρόνια ανερεύνητος, συνέβαλε, πλην των άλλων, και στην «καταγραφή της μελέτης της προφορικής παράδοσης της ψαλτικής» στους συγκεκριμένους χώρους, στην οποία απέδιδε από το 1935 ιδιαίτερη σημασία και η λαογράφος και μουσικολόγος Μέλπω Μερλιέ.
Για τη σπουδαιότητα της έκδοσης είναι πεπεισμένος και ο Κων. Καραγκούνης, έχοντας γνώση των ερευνητικών ικανοτήτων του Δρυγιανάκη, αλλά και των μεταπτυχιακών ανθρωπολογικών σπουδών του φίλου του, η περίπτωση του οποίου θεωρείται πολύ σωστά από τον ίδιον ως «μοναδική για τα δεδομένα της Θεσσαλίας και, κυρίως, πρωτότυπη». Αυτός, άλλωστε, είναι και ο λόγος που με ενθουσιασμό βάζει κι ο ίδιος πλάτη στη σπουδαία τούτη έρευνα τόσο με το αριστουργηματικό του προλογικό σημείωμα όσο και με τον δικό του αριστοτεχνικό αξιολογικό σχολιασμό των περισσότερων παρουσιαζόμενων ψαλμών της συλλογής αλλά και των αντίστοιχων ψαλτών που τους απέδωσαν. Κι από τον ίδιο εξάλλου αποδίδεται ιδιαίτερη σημασία στο γεγονός της παρουσίασης του έργου ενός τόσου πλήθους αφανών λειτουργών που «επί μακρόν διακόνησαν και ακόμη διακονούν την ορθόδοξη λατρεία στην περιοχή μας και ως τώρα έσωσαν την προφορικότητα της ψαλτικής τέχνης».
Και μια και ο λόγος για τη συμμετοχή στο σημαντικό τούτο για την επιστήμη της βυζαντινής μουσικολογίας εκδοτικό εγχείρημα του Κωστή Δρυγιανάκη και του Κων/νου Καραγκούνη, σημειώνω εδώ πως ο πρώτος καταγράφει στο πρώτο μέρος της παρουσίασης της κάθε ηχογράφησης το εργοβιογραφικό του αναφερόμενου σ’ αυτή ιεροψάλτη και ο δεύτερος σχολιάζει και αξιολογεί μουσικά και θεολογικά την κάθε παρουσίαση. Σημειώνω επίσης πως η έκδοση κοσμείται και με 18 ασπρόμαυρες φωτογραφίες από τους αναφερόμενους στην έρευνα ναούς οι οποίες είναι της Ολια Γκλούσενγκο, «πολύτιμης συνοδοιπόρου» των αναφερόμενων εξορμήσεων του Κωστή Δρυγιανάκη.
Ολοκληρώνοντας τη δική μου αναφορά για την προσπάθεια του φίλου Κωστή, όπως αυτή καταγράφεται στο παρουσιαζόμενο λεύκωμά του, όπως αποκαλεί ο ίδιος τούτο τον ερευνητικό του τομίδιο, του δίνω τον λόγο ν’ απαντήσει στο ερώτημα τι θέλει να καταδείξει αυτή η έκδοση. Απάντηση με την οποία κλείνει και την εισαγωγή του με τούτα τα σημαντικά:
«Δεν ξέρω αν μπορώ να χαρακτηρίσω τις ηχογραφήσεις μου ωραίες (τι είναι το ωραίο, δύσκολο ερώτημα), όμως είμαι βέβαιος ότι για κάποιο λόγο είναι σημαντικές. Αφήνω κατά μέρος το γεγονός ότι πολλοί από τους απογραφόμενους ψάλτες είναι αηδόνια, ικανότατοι μαθητές σπουδαίων δασκάλων που για λόγους άσχετους με τις μουσικές τους δεξιότητες βρέθηκαν ν’ ασκούν την τέχνη τους σε μέρη απόμακρα και σχεδόν λησμονημένα. Ακόμη κι αυτοί όμως που δεν έχουν τα χτυπητά ταλέντα, διακονούν τον Θεό που πιστεύουν με πάθος και αυταπάρνηση, συχνά χωρίς κανένα όφελος, «σίγουροι πως ο δρόμος ο πιο μακρινός είναι ο πιο κοντινός στην καρδιά του Θεού», για να θυμηθούμε τον Ρίτσο».